γηράντεσσι

γηράντεσσι
γηράσκω
grow old
aor part act masc dat pl (epic)
γηράσκω
grow old
pres part act masc/neut dat pl (epic aeolic)
γηρά̱ντεσσι , γηράσκω
grow old
pres part act masc/neut dat pl (aeolic)
γηρά̱ντεσσι , γηράω
grow old
pres part act masc/neut dat pl (aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χειροδίκης — ὁ, ΜΑ αυτός που ασκεί χειροδικία, που παίρνει το δίκιο του με το χέρι του (α. «ἦν δὲ καὶ τοῑς κατειπεῑν ἔχουσι τῶν χειροδικῶν εὐέντευκτος», Νικ. Χων. β. «οὐδέ κεν οἵ γε γηράντεσσι τοκεῡσιν ἀπὸ θρεπτήρια δοῑεν, χειροδίκαι», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”